- φιλοπόλεμοι
- φιλοπόλεμοςfond of warmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Οτεντότοι — Λαός, που άλλοτε ήταν εγκατεστημένος σε ολόκληρη τη νότια Αφρική και σήμερα, αρκετά περιορισμένος σε αριθμό ζει στις πιο απρόσιτες ζώνες της νοτιοδυτικής Αφρικής. Όταν το 1652 οι Ολλανδοί ίδρυσαν την Πόλη του Ακρωτηρίου, βρήκαν την παράκτια… … Dictionary of Greek
Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… … Dictionary of Greek
φιλοπόλεμος — η, ο / φιλοπόλεμος, ον, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. φιλοπτόλεμος Α αυτός που αγαπά τον πόλεμο, που τού αρέσει ο πόλεμος, πολεμοχαρής νεοελλ. αυτός που είναι υπέρ τού πολέμου («οι φιλοπόλεμοι κύκλοι μπορεί να εξωθήσουν σε περιπέτειες τον κόσμο») αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
Άβαντες — Οι αρχαιότεροι κάτοικοι της Εύβοιας, που είχε ονομαστεί γι’ αυτό τον λόγο Αβαντίς ή Αβαντιάς. Προέρχονταν από την πόλη Άβαι της Φωκίδας. Αρχική καταγωγή των Α. ήταν η Θράκη και, σύμφωνα με τη μυθολογία, πρόγονός τους ήταν η νύμφη Άβα, ερωμένη του … Dictionary of Greek
Βίστονες — Αρχαίος θρακικός λαός, που κατοικούσε στη Βιστονία, κοντά στα Άβδηρα. Ο λαός αυτός ήταν συγγενής προς τους Hδωνούς, τους Κίκονες και τους Οδόμαντες. Ήταν φιλοπόλεμοι και φημίζονταν για την αγριότητά τους. Λάτρευαν ως πολεμικές θεότητες τον Άρη,… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Καρίβες — (Carib). Ομάδα φυλών, οι οποίες κατά την εποχή της ανακάλυψης της Αμερικής ζούσαν στις Μικρές Αντίλλες. Ονομάζονται και Κανίβες ή, εσφαλμένα, Καραΐβες (απ’ όπου πήρε την ονομασία της η Καραϊβική θάλασσα). Από πολιτιστική άποψη δεν φαίνεται να… … Dictionary of Greek
Μαμελούκοι — (από το αραβικό μαμλούκ = δούλος). Ονομασία στρατιωτικής κάστας αποτελούμενης από δούλους, σωματοφυλακής των σουλτάνων της Αιγύπτου αρχικά (9ος αι.), και της δυναστείας την οποία δημιούργησαν αποκτώντας αργότερα την εξουσία (12ος 19ος αι.). Η… … Dictionary of Greek